θρεπτικότητα

θρεπτικότητα
besin değeri

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρεπτικότητα — ἡ η ικανότητα προς θρέψη, η περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία («η θρεπτικότητα τών καρπών»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. alibilite). Η λ. στον λόγιο τ. θρεπτικότης μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικότητα — η ιδιότητα του θρεπτικού: Πολλών τροφών αμφισβητείται η θρεπτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφιμότης — ητος, ἡ, Μ [τρόφιμος] η ιδιότητα τού τροφίμου, τού θρεπτικού, θρεπτικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”